-
1 ταινία
η1) лента (в разн. знач); тесьма;μονωτική (τηλεγραφική) ταινία — изоляционная (телеграфная) лента;
ταινία πολυβόλου — пулемётная лента;
ταινία παρασήμου — орденская лента;
2) полоса;ταινία γης — полоса земли;
3) лента, (кино)фильм;ομιλούσα (ηχητική) ταινία — звуковой фильм;
έγχρωμη ταινία — цветной фильм;
4) кинолента; плёнка (тж. фото и т. п.);ταινία μαγνητοφώνου — магнитофонная плёнка;
ηχογραφώ σε ταινία — записывать на плёнку;
5) бандероль;6) мед. ленточный глист, солитёр;§ έχέι ταινία — ненасытная утроба
См. также в других словарях:
ηχογραφώ — ηχογραφώ, ηχογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηχογραφώ — εγγράφω ήχους σε δίσκο ή σε ταινία μαγνητοφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. record)] … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
υποκλέπτω — ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο νεοελλ. 1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και τού πρωθυπουργού») 2. αποσπώ κάτι… … Dictionary of Greek